Η Μεγάλη Βρεταννία δεν είναι απλώς ένα πολυτελές ξενοδοχείο της Αθήνας (σαφώς ένα από ταπλέον πολυτελή οικοδομήματα της Ελλάδας) - αλλά ένας θεσμός. Από τότε που πρωτοάνοιξε τιςπόρτες του για να υποδεχθεί τον πρώτο επισκέπτη το 1874, η Μεγάλη Βρεταννία υπήρξε καισυνεχίζει να είναι σημείο αναφοράς για την κοινωνική, πολιτική και οικονομικής ζωή της Αθήναςαλλά και όλης της Ελλάδας.

Στα 132 χρόνια λειτουργίας του, το ξενοδοχείο έγινε μάρτυρας των κοινωνικών αλλαγών τηςχώρας από μία αγροτική κοινωνία - μόλις μισό αιώνα από την απελευθέρωση της χώρας απότους Οθωμανούς και τη δημιουργία μίας μικρής και φτωχής χώρας - σ' ένα μοντέρνο κράτοςΕυρωπαϊκού χαρακτήρα μέσα από βαθμιαία στάδια εξέλιξης.

Μέσα σ' αυτό το χρονικό διάστημα, η χώρα βίωσε έναν ατυχή πόλεμο με την Τουρκία, δύοΒαλκανικούς πολέμους που τριπλασίασαν την επικράτειά της, δύο Παγκόσμιους Πολέμους, τηΜικρασιατική Καταστροφή με τις συνεπακόλουθες ριζοσπαστικές αλλαγές που αυτή επέφερεστην κοινωνική της δομή, και έναν εμφύλιο πόλεμο, με τις καταστροφικές του συνέπειες.

Την ίδια στιγμή, η φύση των επισκεπτών που ταξίδευαν στην Ελλάδα άλλαζε δραστικά,περνώντας από τους λίγους χιλιάδες πλούσιους ταξιδιώτες -θαυμαστές της Αρχαίας Ελλάδας και των μνημείων της- στα εκατομμύρια επισκεπτών που τα ενδιαφέροντά τους συμπεριλάμβανανπαραθαλάσσια θέρετρα, διασκέδαση, εμπορικές και κυβερνητικές επαφές.

Όλες αυτές οι εξελίξεις είχαν αναπόφευκτα σημαντική απήχηση στην εξέλιξη της ΜεγάληςΒρεταννίας, της οποίας η δημιουργία -εξαιτίας της διορατικότητας του Ευστάθιου Λάμψα- αν καιαναμφίβολα υπερβολική σε σχέση με τις ανάγκες της εποχής, συνέβαλλε στην εισαγωγήΔυτικών προτύπων αλλά και στη δημιουργία ενός δυναμικού αστικού πνεύματος στηνεοσύστατη Αθηναϊκή κοινωνία. Η δημιουργία ενός ξενοδοχείου εφάμιλλων προδιαγραφών μεαυτά των Ευρωπαϊκών, όπου οι επισκέπτες του αισθάνονταν άνετα σ' ένα φιλικό και οικείοπεριβάλλον, συνέβαλλε στην ανάπτυξη ενός ρεύματος επισκεπτών υψηλού επιπέδου καιπαράλληλα αποτέλεσε το πρότυπο πάνω στο οποίο βασίστηκε η δημιουργία και η εξέλιξη άλλωνξενοδοχείων και συγγενών επαγγελματικών δραστηριοτήτων.

Εστεμμένοι Βασιλείς και Πριγκίπισσες, Αρχηγοί κρατών, Πρωθυπουργοί και Υπουργοί,μεγιστάνες του επιχειρηματικού χώρου, διακεκριμένα ονόματα της Λογοτεχνίας και της Τέχνης,ξακουστοί δημοσιογράφοι, διάσημοι ηθοποιοί του θεάτρου και κινηματογραφικοί αστέρες καιπολλοί ακόμη ταξιδιώτες έγιναν τακτικοί θαμώνες του ξενοδοχείου - το οποίο χρίστηκε ως οεπίσημος ξενώνας του Ελληνικού Κράτους.

Η Αθηναϊκή κοινωνία το αγκάλιασε. Η Μεγάλη Βρεταννία, όπως και όλα τα μεγάλα πολυτελήξενοδοχεία σε όλη την Ευρώπη, έγινε ο τόπος συνάντησης όλων των σημαντικών κοινωνικώνσυγκεντρώσεων της Ελληνικής πρωτεύουσας.


Στις αίθουσές της λάμβαναν χώρα σε τακτική βάση, δεξιώσεις, χοροί, μουσικές βραδιές, γάμοι,επιδείξεις μόδας και συμπόσια, ενώ οι χώροι του καθιστικού, τα σαλόνια και το μπαρ ήταν τοσημείο συνάντησης επιχειρηματιών, πολιτικών και δημοσιογράφων και το αγαπημένο στέκι όληςτης κοσμοπολίτικης Αθηναϊκής κοινωνίας.

Μέσα από το ξεδίπλωμα της ιστορίας της Μεγάλης Βρεταννίας παρακολουθούμε τημεταμόρφωση της πόλης της Αθήνας καθώς και την πολιτική ιστορία της Ελλάδας, με την οποίατο ξενοδοχείο είναι στενά κι απόλυτα συνδεδεμένη. Δεν υπάρχει πολιτικό ή ιστορικό γεγονός τηςσύγχρονης ιστορίας της Ελλάδας με το οποίο να μη συνδέεται με κάποιον τρόπο το ξενοδοχείοτης Μεγάλης Βρεταννίας.

Εδώ θα πρέπει να σημειώσουμε πως με εξαίρεση την προσθήκη 36 νέων δωματίων στον έκτοκαι έβδομο όροφο το 1974 και τη δημιουργία του GB Corner και του νέου μπαρ το 1976, δενέγινε κανενός άλλου είδους εκσυγχρονισμός στο κτίριο από τα μέσα του 1950, όπου είχεξαναχτιστεί η πτέρυγα που βλέπει προς την πλατεία Συντάγματος.

Ως αποτέλεσμα, η επίπλωση του ξενοδοχείου καθώς και η γενικότερη εσωτερική διακόσμησηείχαν αρχίσει να δείχνουν σημάδια κούρασης, ενώ όλες του οι εγκαταστάσεις (θέρμανση,κλιματισμός, εγκαταστάσεις στα μπάνια, ασανσέρ, τηλεφωνικά συστήματα, κ.λπ.) ήταν πλέονπεπαλαιωμένες, και χρειάζονταν συνεχείς συντηρήσεις και επισκευές.


Το 2000 αποτέλεσε χρονιά ορόσημο για τη σύγχρονη ιστορία της Μεγάλης Βρεταννίας αφούσυνοδεύτηκε από την εισαγωγή στην εταιρία της Hyatt Regency SA με την εξαγορά κεφαλαίωναπό την Hellenic Hotels Lampsas SA. Η Hyatt Regency απέκτησε την πλειοψηφία των μεριδίωντης εταιρίας μέσω του Χρηματιστηρίου Αξιών Αθηνών, κάτι που της επέτρεπε να ελέγχει τοΣυμβούλιο Διευθυντών, και προχώρησε σε ριζοσπαστικές ανακαινίσεις της κτιριακής υποδομήςτου ξενοδοχείου. Το 2005, η Hyatt, αναθεωρώντας τα στρατηγικά της πλάνα, πούλησε ταμερίδιά της στην ιδιοκτήτρια εταιρία του ξενοδοχείου Μεγάλη Βρεταννία, την εφοπλιστικήοικογένεια Λασκαρίδη, που κατείχε και το μεγαλύτερο ποσοστό των μετοχών της Hellenic HotelsLampsa SA. Έπειτα από αυτή την εμπορική πράξη, η οικογένεια Λασκαρίδη κατέχει το 60% τωνκοινών μετοχών.

Η Μεγάλη Βρεταννία ανέκτησε το παλιό της μεγαλείο και μεταμορφώθηκε σ' ένα ξενοδοχείοικανό να αναμετρηθεί επάξια με όλες τις σύγχρονες ξενοδοχειακές απαιτήσεις, ενώ ταυτόχρονασυνεισέφερε στην αναβάθμιση της ξενοδοχειακής υποδομής της Αθήνας.

Δεν είναι άλλωστε καθόλου τυχαίο το γεγονός ότι η Starwood Hotels & Resorts Worldwide Inc., ο μεγάλος αυτός διεθνής οργανισμός υπεύθυνος για την ξενοδοχειακή διαχείριση για ταεπόμενα είκοσι πέντε χρόνια, έχει συγκαταλέξει τη Μεγάλη Βρεταννία στην περίφημη «Luxury Collection» (Πολυτελή Συλλογή), η οποία συμπεριλαμβάνει μερικά από τα πιο πολυτελήξενοδοχεία παγκοσμίως.

Το ποσό που επενδύθηκε ώστε το ξενοδοχείο να αξίζει δικαιωματικά τα πέντε του αστέρια ανέρχεται στο ύψος των 82 εκατομμυρίων ευρώ. Ολοκληρωτικά ανακαινισμένη, η Μεγάλη Βρεταννία διαθέτει 290 δωμάτια και 31 σουίτες, όλα με νέα επίπλωση και διακόσμηση, σύμφωνη με το πνεύμα και το χαρακτηριστικό στυλ του ξενοδοχείου, που συμπληρώνονται από μοντέρνο εξοπλισμό και σύγχρονες διευκολύνσεις. Οι εγκαταστάσεις του ξενοδοχείου συμπεριλαμβάνουν τρία εστιατόρια, δύο πισίνες, spa, ευρύχωρες αίθουσες και χώρους συνεδρίων όπως και όλες τις ανέσεις που αναμένει κανείς από ένα Ευρωπαϊκό πολυτελές ξενοδοχείο του 21ου αιώνα.

Πλατεία Συντάγματος, Βασ.Γεωργίου Α1